- δέξιμο
- και δεξιμιό, το1. η υποδοχή, το καλωσόρισμα2. η συγκατάθεση, η συναίνεση3. φρ. «καλά δεξίματα» — με το καλό να τόν δεχθείτε (φίλο ή συγγενή που έλειπε).[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ- (δέξιμος) τού ρ. δέχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέξιμο — το υποδοχή συγγενικού ή φιλικού προσώπου: Πάντα χαίρομαι το δέξιμο των φίλων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεξίμι — το 1. δώρο σταλμένο από κάποιον 2. στον πληθ. δεξίμια δεξίματα, το δέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεξ (δέξιμος, δέξιμο) τού δέχομαι] … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek